-
1 σωτηριακόν
σωτηρ-ιᾰκόν· τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῦ διδόμενον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτηριακόν
См. также в других словарях:
σωτηριακόν — τὸ, Α [σωτηρία] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς ἐκφορὰν νεκροῡ διδόμενον» … Dictionary of Greek